-
1 βρεφο-κτόνος
βρεφο-κτόνος, Kinder mordend, Lycophr. 229. βρέφος, τό, das Kind, das Junge; Hom. einmal, von der noch ungeborenen Leibesfrucht eines Thieres, Iliad. 23, 266 ἵππον ἑξέτε' ἀδμήτην, βρέφος ἡμίονον κυέουσαν; so Plutarch. Stoic. repugn. 41 τὸ βρέφος ἐν τῇ γαστρὶ φύσει τρέφεσϑαι νομίζει καϑάπερ φυτόν· ὅταν δὲ τεχϑῇ, ψυχούμενον κτἑ. Aber gewöhnl. nach Hom. das schon geborene Kind: Pind. Ol. 6, 33 P. 9, 64; Aesch. Ag. 1096; Eur. Bacch. 289 u. sonst; bes. das Kind, so lange es an der Mutterbrust ist; von Thieren, Her. 3, 153; Ael. N. A. 3, 8; Ath. XIII, 607 a u. Sp.; ἐκ βρέφεος, von Kindesbeinen an, Ant. Th. 32 (IX, 567); ebenso ἀπὸ βρέφεος, N. T.
-
2 περι-οιχνέω
περι-οιχνέω, herumgehen, übertreffen, ὗς γρυσμῷ περιοιχνεῦσα τὸν κνυζηϑμὸν τοῦ βρέφεος, Agathocl. bei Ath. IX, 376 a.
-
3 καθ-άπτομαι
καθ-άπτομαι, anrühren, antasten; βρέφεος χείρεσσιν Theocr. 17, 65; bei Hom. καϑάπτεσϑαί τινα ἐπέεσσι, u. zwar μαλακοῖσι, sich mit freundlichen Worten an Einen wenden, ihm freundlich zureden, Il. 1, 582, od. ἀντιβίοις, χαλεποῖς, Einen mit harten Worten anlassen, anfahren, schelten, Od. 20, 323; Hes. O. 330; so ist auch ἡ δ' ὲπέεσσι καϑάπτετο ϑοῦρον Ἄρηα Il. 15, 127 zu nehmen; ἔπειτα γέροντα καϑαπτόμενος προςέειπεν Od. 2, 39; καϑαπτόμενος φίλον κῆρ 20, 22. Bei den Folgdn nur in feindlicher Bdtg, Vorwürfe machen, anklagen, gew. c. gen. der Person, ἐπειδή μο υ Νικίας καϑήψατο Thuc. 6, 16; ἴσως ἄν μου δικαίως καϑάπτοιντο Plat. Crito 52 a; Sp., wie Luc. Icarom. 32; auch τῆς οὐραγίας, angreifen, Pol. 1, 19, 4. – Aber τῶν ἄλλων μαρτύρων καταπτόμενος heißt bei Her. 8, 65 sich auf Einen als Zeugen beziehen, ibn zum Zeugen anrufen; ϑεῶν καταπτόμενος ἱκετεύω 6, 68. – S. das Folgde.
-
4 βρέφος
βρέφος, das Kind, das Junge; von der noch ungeborenen Leibesfrucht eines Tieres; das schon geborene Kind; bes. das Kind, so lange es an der Mutterbrust ist; ἐκ βρέφεος, von Kindesbeinen an
См. также в других словарях:
βρέφεος — βρέφος babe in the womb neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτι — ἔτι (Α) επίρρ. I. (χρονικό) 1. ακόμη, έως τώρα (α. «ἔτ ἐκ βρέφεος» από τη βρεφική ακόμη ηλικία β. «ἔτι μοι μένος ἔμπεδόν ἐστι», Ομ. Ιλ.) 2. (με το καὶ ή το ἠδέ ή το δὲ) ακόμη και τώρα («νῡν δ ἔτι ζεῑ», Αισχύλ.) 3. ήδη («καὶ εἶναι καὶ γεγονέναι… … Dictionary of Greek
βρέφος — το (AM βρέφος) νεογέννητο παιδί, από τη γέννηση του μέχρι τον 25ομήνα μσν. νεοελλ. φρ. «τὸ Θεῑον Βρέφος» ο Χριστός στην εικόνα της Γέννησης ή όποτε εικονίζεται σε βρεφική ηλικία νεοελλ. άνθρωπος άπειρος, αθώος σαν βρέφος αρχ. 1. το έμβρυο 2.… … Dictionary of Greek
καθάπτω — (AM καθάπτω, Α ιων. τ. κατάπτω) 1. συνάπτω δύο πράγματα, συνδέω, προσδένω το ένα πάνω στο άλλο 2. (το μέσ.) καθάπτομαι θίγω, προσβάλλω, διασύρω, επιτίθεμαι (α. «το δημοσίευμα καθάπτεται τής τιμής τού στρατηγού» β. «ἴσως ἄν μου δικαίως καθάπτοιντο … Dictionary of Greek